- πληρώματος
- πλήρωμαthat which fillsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… … Dictionary of Greek
τοιχαρχία — η, Ν ναυτ. υποδιαίρεση τού πληρώματος ενός πλοίου, χρονολογούμενη από την εποχή τών ιστιοφόρων στόλων, ισοδύναμη με το μισό τού πληρώματος, για την εκ περιτροπής εκτέλεση υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοίχαρχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην… … Dictionary of Greek
φροντιστής — ο, ΝΜΑ, θηλ. φροντίστρια ΜΑ [φροντίζω] αυτός που φροντίζει, που επιμελείται κάποιον ή κάτι («φροντιστὴς τοῦ ἱεροῦ», επιγρ.) νεοελλ. 1. (σχετικά με πρόσ.) προστάτης 2. διευθυντής ή καθηγητής φροντιστηρίου 3. υπάλληλος που είναι υπεύθυνος για την… … Dictionary of Greek
άρμα μάχης — Όχημα, ερπυστριοφόρο και θωρακισμένο, οπλισμένο βασικά με πυροβόλο και πολυβόλα. Τα ά.μ. χαρακτηρίζονται από την ικανότητά τους να κινούνται σχεδόν σε οποιοδήποτε έδαφος από την προστασία του θώρακα και την ισχύ πυρός. Διακρίνονται σε ελαφρά (για … Dictionary of Greek
Octoechos — This article is about the Byzantine musical system of eight modes. For the book of liturgical texts set to those modes, see Octoechos (liturgy). Oktōēchos (here transcribed Octoechos ; Greek: Ὀκτώηχος, from ὀκτώ eight + ἦχος sound, mode called… … Wikipedia
OPINIO — inter Veter. Numina, vide supra ubide Diis. Apud Sueton. Nerone c. 53. Exiit opinio: idem quod fama est, ut alias saepe. Sic fama exiit, apud Corn. Nepotem Agesilao c. 2. et Annibale c. 9. Graece λόγοςω ἐξέπεσε. Nempe Opinio proprie λόγος est ὂν… … Hofmann J. Lexicon universale
αεροναυαγός — ο ναυαγός αεροπλάνου, επιβάτης η μέλος τού πληρώματός του, που, λόγω μηχανικής βλάβης, υποχρεώθηκε να καταφύγει σε αναγκαστική προσγείωση ή προσθαλάσσωση … Dictionary of Greek
αεροναύτης — ο μέλος τού πληρώματος αερόπλοιου ή σφαιρικού αερόστατου. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < αέρας + ναύτης, πρβλ. γαλλ. aeronaute] … Dictionary of Greek
αεροπειρατεία — Η βίαιη κατάληψη ενός αεροσκάφους στη διάρκεια της πτήσης του και η ομηρία των επιβατών και του πληρώματός του, με σκοπό συνήθως τη διαπραγμάτευση αιτημάτων (ατομικών ή ευρύτερων) με κρατικές αρχές. Η εγκληματική αυτή πρακτική, που καταδικάζεται… … Dictionary of Greek
βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… … Dictionary of Greek